- χυτροπώλης
- χυτρο-πώλης, ου, ὁ,A pot-seller, Critias 70 D.: fem. [suff] χυτρό-πωλις, ιδος, as epith. of Aegina, Com.Adesp.669 (χυτρόπολιν Meineke).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χυτροπώλης — ὁ, θηλ. χυτρόπωλις, πώλιδος, ἡ, Α 1. πωλητής χυτρών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χυτρόπωλις σκωπτική προσωνυμία τής Αίγινας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + πώλης*] … Dictionary of Greek
χυτροπῶλαι — χυτροπώλης pot seller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
χυτροπωλείον — και χυτροπώλιον, τὸ, Α [χυτροπώλης] το μέρος τής αγοράς όπου πωλούσαν χύτρες … Dictionary of Greek
χυτρόπωλις — πώλιδος, ἡ, Α βλ. χυτροπώλης … Dictionary of Greek